γυναικωνυμικό

γυναικωνυμικό
το
το όνομα κάποιου από τη μητέρα ή τη σύζυγο του («ο Αργυράκης τής Γαρουφαλιάς» ή «η Γιώργαινα» —«η γυναίκα τού Γιώργου—, η Μήτραινα κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + όνυμα, αιολ. τ. τού όνομα. Το -ω- τού τ. κατά τον νόμο τής «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. ανδρωνυμικός, πατρωνυμικός). Η λ. γυναικωνυμικά (ονόματα) μαρτυρείται από το 1860 στον Δημ. Μαυροφρύδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γυναικωνυμικό, το — και συνηθέστ. στον πληθ., γυναικωνυμικά ονόματα αντρών που προέκυψαν από ονόματα γυναικών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”