- γυναικωνυμικό
- τοτο όνομα κάποιου από τη μητέρα ή τη σύζυγο του («ο Αργυράκης τής Γαρουφαλιάς» ή «η Γιώργαινα» —«η γυναίκα τού Γιώργου—, η Μήτραινα κ.λπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + όνυμα, αιολ. τ. τού όνομα. Το -ω- τού τ. κατά τον νόμο τής «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. ανδρωνυμικός, πατρωνυμικός). Η λ. γυναικωνυμικά (ονόματα) μαρτυρείται από το 1860 στον Δημ. Μαυροφρύδη].
Dictionary of Greek. 2013.